Αμφιλεγόμενοι, προβοκάτορες, αιχμηροί, μυστηριώδεις μα πάνω απ’ όλα σπουδαίοι, οι Σλοβένοι Laibach επέστρεψαν στη χώρα μας, ανήμερα εθνικής εορτής, για να μας παρουσιάσουν ένα κομμάτι της εξαίσιας τέχνης τους.
Έντεκα χρόνια πέρασαν από την τελευταία εμφάνιση των Laibach στην Ελλάδα, χρόνος σίγουρα πολύς για όσους αγαπούν την βαλκανική κολεκτίβα. Έγιναν βέβαια κάποιες προσπάθειες να έρθουν ξανά, χωρίς όμως να τελεσφορήσουν. Στο μεταξύ το σχήμα συνέχισε να είναι πολύ παραγωγικό, βγάζοντας καλούς δίσκους, ενώ απασχόλησε για άλλη μια φορά την επικαιρότητα προ τριετίας με ένα ακόμα κατόρθωμα του (ή τρολλιά, αν προτιμάτε), την εμφάνιση του στην Βόρεια Κορέα με την έγκριση του καθεστώτος (αν δεν είχαν την έγκριση του Κιμ Γιονγκ Ουν προφανώς δεν θα κατάφερναν να περάσουν καν τα σύνορα…).
Αυτή τη φορά η περιοδεία τους έκανε στάση και στην ελληνική πρωτεύουσα (σε μια ημερομηνία που μάλλον δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τυχαία) για να παρουσιαστεί το πιο πρόσφατο πόνημα τους Also Sprach Zarathustra, γραμμένο για μια σλοβένικη θεατρική παράσταση βασισμένη στο περίφημο βιβλίο του Γερμανού φιλόσοφου Φρίντριχ Νίτσε Τάδε Έφη Ζαρατούστρα (ή Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, σύμφωνα με τις νεότερες μεταφράσεις). Ένα έργο σαφώς πιο αβανταδόρικο για live σε σχέση με τοVolk (στο οποίο καταπιάνονταν με εθνικούς ύμνους διαφόρων χωρών, με τρόπο όχι απαραιτήτως ευσεβή) στα πλαίσια της περιοδείας του οποίου είχαν εμφανιστεί το 2007 στο Fuzz, που τότε βρισκόταν στη Βουλιαγμένης (για εκείνη τη συναυλία μπορείτε να διαβάσετε κάποια πράγματα εδώ). Φυσικά το Also Sprach Zarathustra δεν θα μπορούσε να είναι ένα έργο εύκολο (οι ευκολίες δεν ήταν ποτέ το φόρτε των Laibach) αλλά αναμενόμενα απαιτητικό, ιδιαίτερο, σε κάθε περίπτωση αβαν-γκαρντ. Στη ζωντανή του απόδοση αναδείχθηκε όλη η μεγαλοπρέπεια του σε σχέση με την ηχογραφημένη εκδοχή που κυκλοφόρησε πέρσι (πάντοτε από την εξαιρετική Mute) και πραγματικά μας έκανε να αναρωτιόμαστε πως θα ακουγόταν στα πλαίσια της παράστασης και σε συνθήκες θεάτρου με κοινό καθιστό.
Λίγο μετά τις 10 οι μουσικοί των Laibach ανέβηκαν διαδοχικά ένας ένας στη σκηνή του Fuzz, υπό τους ήχους μιας εκκωφαντικής instrumental σύνθεσης που θύμιζε περισσότερο απογείωση αεροπλάνου. Με την ολοκλήρωση της έκανε την εμφάνιση του ο μέγας Milan Fras φορώντας ένα απαστράπτον κόκκινο πανωφόρι, ως άλλος κόμης Δράκουλας, και φυσικά το σήμα κατατεθέν του: το χαρακτηριστικό κάλυμμα του κεφαλιού (γράφοντας Laibach στο Google η πρώτη λέξη που εμφανίζεται δίπλα είναι «hat», καθώς πολλοί αναρωτιούνται για την προέλευση και τη χρήση του). Αφού ακόνισε τα μαχαίρια του (κυριολεκτικά μιλώντας), διηύθυνε το συγκρότημα σαν πραγματικό μαέστρος, με τις ακριβείς κινήσεις του. Όσο για τις ερμηνείες του, αυτές χαρακτηρίζονταν από την υποβλητικότητα της στεντόρειας, μπάσας φωνής του (πόσα πολλά του χρωστάει ο τιτάνας Till Lindemann των Rammstein…), που αποτελεί το πλέον αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό των Laibach όλα αυτά τα χρόνια. Γενικότερα η παρουσία του μόνο ως επιβλητική μπορεί να χαρακτηριστεί. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν κάποια στιγμή αποφάσισε να πάει στη άκρη της σκηνής για eye contact με τους θεατές, «πάγωσε» το αίμα των μπροστινών (όσοι ήμασταν στο κάγκελο, το νιώσαμε για τα καλά…).
Προς το τέλος του πρώτου μέρους της συναυλίας, το οποίο περιελάμβανε την ζωντανή απόδοση του Also Sprach Zarathustra (το οποίο ακούστηκε σχεδόν ολόκληρο), εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή η τραγουδίστρια των Laibach Mina Spiler (τραγουδίστρια επίσης του σλοβενικού electro pop γκρουπ Melodrom) για να ερμηνεύσει το μελωδικό Vor Sonnen-Aufgang. Η αγγελική φωνή και παρουσία της δημιουργούσε μια πλήρη αντίστιξη στην τραχύτητα των φωνητικών αλλά και την κινησιολογία πάνω στη σκηνή του Fras. Μια αρχετυπική, θα μπορούσε να πούμε, αντίθεση, η οποία ωστόσο λειτουργούσε άψογα σε όσα κομμάτια μοιράστηκαν επί σκηνής.
Το live φυσικά δεν περιελάμβανε μόνο το Also Sprach Zarathustra. Μόλις ολοκληρώθηκε το δικό του μέρος, ξεκίνησε χωρίς διακοπή το δεύτερο κομμάτι της συναυλίας που περιελάμβανε γνωστά κομμάτια του γκρουπ, κυρίως από το προηγούμενο άλμπουμ του, το ομολογουμένως πολύ καλό Spectre (2014). Από αυτό ξεχώρισαν το Resistance Is Futile (σε μια ισοπεδωτική εκτέλεση, με τον Fras να αναφωνεί “Blitzkrieg!”), το Eurovision (με τον στίχο “Europe is falling apart” να επαναλαμβάνεται απειλητικά) και το εμβατηριακό The Whistleblowers (αξίζει να δείτε το βίντεο όπου το συγκρότημα ερμηνεύει το συγκεκριμένο κομμάτι μπροστά στους αποσβωλομένους Βορειοκορεάτες…). Ωστόσο αν έπρεπε να διαλέξουμε το απόλυτο highlight, αυτό θα ήταν σίγουρα η διασκευή στο See That My Grave Is Kept Clean του Blind Lemon Jefferson, με την εκπληκτική εναλλαγή στα φωνητικά μεταξύ Fras και Spiler. Τώρα αν αναρωτιέστε πώς μπορεί ένα blues standard να μετατραπεί σε ένα industrial έπος, η απάντηση προφανώς είναι στα χέρια ενός συγκροτήματος τόσο βέβηλου όπως οι Laibach, οι οποίοι καταφέρνουν να φέρουν οποιοδήποτε κομμάτι στα μέτρα τους (έχουν τεράστια προϊστορία στις ανορθόδοξες διασκευές άλλωστε). Προς το φινάλε ακούστηκε και το μυθικό Tanz Mit Laibach (από το WAT του 2003) ένα απλό μάθημα προς τους νεότερους για το πώς γράφεται ένα συναρπαστικό industrial κομμάτι. Κι αν όλα τα παραπάνω δεν σας ήταν αρκετά, υπήρχε και κερασάκι στη τούρτα! Το σχήμα ανέβηκε στη σκηνή για encore, και τι encore… Opus – Live Is Life! Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς ένα σαχλό τραγουδάκι μπορεί να μετατραπεί σε κάτι άκρως ενδιαφέρον. Άλλωστε οι Laibach ποτέ δεν είχαν ούτε ιερό, ούτε όσιο. Μην ξεχνάμε επίσης ότι υπήρξαν troll προτού καν καθιερωθεί η συγκεκριμένη έννοια.
Κρίνοντας συνολικά το live των Laibach, μπορούμε να μιλήσουμε, χωρίς αμφιβολία, για ένα εντυπωσιακό show. Σε αυτό συνέβαλαν μια σειρά παραγόντων, όπως οι εξαιρετικές προβολές, τόσο στο πίσω μέρος της σκηνής όσο και στους πλαϊνούς τοίχους του Fuzz (δεν βλέπουμε συχνά κάτι ανάλογο), ο κρυστάλλινος ήχος του χώρου που πραγματικά ανέδειξε τις λεπτομέρειες της μουσικής του συγκροτήματος καθώς και η ικανότητα των τεσσάρων μουσικών (κιθάρα – τύμπανα – δυο keyboards) που αποδείχτηκαν άψογοι συμπαραστάτες των δύο χαρισματικών performer, του Milan Fras και της Mina Spiler.
Μετά από 1,5 ώρα άκρως χορταστική, κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο σαφώς ικανοποιημένοι (προσωπικά, κάτι παραπάνω από αυτό) από ο,τι είχαμε παρακολουθήσει. Για το γεγονός ότι η προσέλευση ήταν κατώτερη της περίστασης, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η ευθύνη βαρύνει περισσότερο το ίδιο το συγκρότημα ή το εγχώριο κοινό (αν και οι πιθανότητες γέρνουν, κατ’ εμέ, προς το δεύτερο). Δικαιολογίες μπορεί να υπάρξουν πολλές, κάποιοι μπορεί να ισχυριστούν ότι αυτό που κάνουν οι Laibach είναι πια ξεπερασμένο και ίσως να είναι, ας αναλογιστούμε όμως ότι ξεκίνησαν να το κάνουν πριν 3,5 δεκαετίες. Αλλά ακόμα κι αν είναι έτσι, σίγουρα η μουσική τους είναι, ακόμα και σήμερα, απείρως πιο ενδιαφέρουσα από τον ανούσιο θορυβώδη πολτό που μας «προσφέρουν» τα σύγχρονα γκρουπ, ο οποίος μάλιστα προβάλλεται ως «άποψη» από τα μοδάτα μέσα που τα προωθούν. Εδώ, βέβαια, ανοίγει μια άλλη κουβέντα που δεν είναι όμως της παρούσης.
Για να επιστρέψουμε στα των Laibach, τα τελευταία στιγμιότυπα που καταγράφηκαν στο Fuzz ήταν η φράση «Ζήτω η Μακεδονία» γραμμένη στο πίσω μέρος της σκηνής και στους πλαϊνούς τοίχους, που προκάλεσε… ευθυμία και χειροκροτήματα, καθώς και η «επιδρομή» στο φουαγιέ, όπου μια στάση μπροστά στο πάγκο κρίθηκε απαραίτητη μιας και το συγκρότημα είχε φέρει μαζί του πλούσιο merch, για όλα τα βαλάντια και για όλα τα γούστα (ξεχώριζαν η μαύρη γραβάτα καθώς και το σαπούνι Laibach…). Όπως και να το κάνουμε, κανείς δεν ήθελε να φύγει χωρίς κάποιο σουβενίρ από τη συγκεκριμένη βραδιά, έστω κι αν αυτό ήταν μια θήκη τσιγάρων, εντελώς περιττή για κάποιον που δεν καπνίζει… Εκεί υπήρχαν προς πώληση, φυσικά, και τα δυο εκπληκτικά πόστερ που φιλοτεχνήθηκαν ειδικά για τη συγκεκριμένη συναυλία και κατάφεραν να σκανδαλίσουν κάποιους (βασικά όσους έψαχναν αφορμή για να σκανδαλιστούν…).
Για το κλείσιμο του κειμένου, θα επιστρέψουμε στην πρώτη σειρά όπου αποδώσαμε στους Laibach χαρακτηρισμούς όπως αμφιλεγόμενοι, προβοκάτορες, αιχμηροί, μυστηριώδεις και σπουδαίοι. Μπορούμε πια να πούμε ευθαρσώς πως το βράδυ της Κυριακής ήταν κυρίως το τελευταίο από αυτά.
Εις το επανιδείν.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής