Δεν μπήκε ακριβώς με το δεξί το 2020, λέμε την στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο. Όμως αν βρισκόμασταν σε ημερομηνία πιο κοντινή στην επίσημη έξοδο του δίσκου, ακούγοντας το πρώτο βήμα των Αθηναίων Mammock, θα μιλούσαμε για το πρώτο μεγάλο άλμπουμ της χρονιάς από μία πολλά υποσχόμενη, όπως προέκυψε, μπάντα και θα υπερθεματίζαμε πως, αν η χρονιά ξεκινούσε έτσι, τι θα είχε άραγε να επιδείξει στη συνέχειά της; Έτσι θα λέγαμε ακριβώς. Πού να ξέραμε τότε τι θα προέκυπτε στις ζωές μας…
Itch - η φαγούρα που έπιασε το τετραμελές σχήμα για να κυκλοφορήσει το υλικό που επώαζε τόσον καιρό στα κεφάλια τους, ή η επιθυμία τους να υπερτονίσουν τον θυμό τους - διαλέγετε και παίρνετε, αν και η μπάντα δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας στη συνέντευξη που μας παραχώρησε. Αντίθετα, το εξώφυλλο, ένα ανθρωπόμορφο steampunk κολλάζ όχι απαραίτητα ευχάριστο στην όψη, αφήνει τη φαντασία να περιπλανηθεί ελεύθερα στο νόημά του.
Αν δίναμε ένα όνομα σε μια παράγραφο που θα προσπαθούσε να περιγράψει πώς ακούγεται το Itch, πώς θα σας φαινόταν το “lo-fi/noise/Voivod rock”; Οι Jesus Lizard σαφώς αποτελούν αναφορά τους στον ήχο και τα φωνητικά, αλλά βέβαια, 30 χρόνια μετά το σοκ που επιφύλαξε εκείνη την εποχή το Head, οι Mammock δεν θα μπορούσαν να μην φέρουν μαζί τους και τις μεταγενέστερες δικές τους επιρροές. Αναπόφευκτα ο υπόλοιπος κατάλογος της Touch & Go (με ενδεικτικό προεξάρχον σχήμα τους Shellac) και οι Fugazi, για το μελωδικό τους περιεχόμενο, κατέχουν σημαντική μερίδα στον ήχο τους, ενώ, όσο και αν προσπαθούν να μην το δείξουν, “ακούγονται” πολύ καθαρά κάποια προοδευτικά σχήματα του metal - συγκροτήματα, δηλαδή, που είτε, χωρίς να αποπέμψουν (εντελώς) τις μεταλλικές τους καταβολές, τις εμπλούτισαν με ακούσματα ξένα προς αυτές, είτε “επιμετάλλωσαν” αγαπημένες τους “εξωσχολικές” μουσικές (ίσως σας θυμίζει κάποιους συγκεκριμένους Καναδούς η παραπάνω περιγραφή). Ίσως δεν τους ενδιαφέρει καν να παίξουν σκληρή μουσική, τουλάχιστον όχι με την metal έννοια, απλώς έτσι τους προκύπτει από τον τρόπο που φιλτράρουν τις επιρροές τους. Σαφώς ακούγονται στο άλμπουμ π.χ. στοιχεία χαρακτηριστικά της jazz, την ύπαρξη των οποίων όμως μπορεί να μην διαπιστώναμε τόσο αβίαστα αν στο δεύτερο μέρος του (εκπληκτικού) Shark Attack δεν μας τα έτριβαν στη μούρη τόσο επιδεικτικά μέσω της χαρακτηριστικής ενοργάνωσης με την ελλειψη παραμόρφωσης και το διακριτικό σαξόφωνο.
Η κιθάρα οδηγεί ξεκάθαρα το όχημα των Mammock - όχι ότι κατέχει απαραίτητα τον ηγετικό ρόλο, αλλά τα κιθαριστικά θέματα απαιτούν την προσοχή και είναι εμφανώς δουλεμένα ώστε να ισορροπεί επάνω τους το κυριότερο βάρος των συνθέσεων. Όπως ο Duane Denison (των Jesus Lizard, μιας και αναφέρθηκαν παραπάνω), έτσι και ο Γιάννης Αράπης έχει εμφανώς έρωτα με την κιθάρα, συμμετέχοντας σε πολλά σχήματα που δεν χωρούν σε μουσικές κατηγοριοποιήσεις, όσο παράλληλα αναζητεί μόνος του την ουσία του οργάνου του μέσα από σόλο πειραματισμούς. Η εκφορά των στίχων φέρνει επίσης, και μάλλον αναπόφευκτα, στον David Yow των προαναφερθέντων. Όμως ας μην επιμείνουμε παραπάνω στις ομοιότητες με ιστορικές μπάντες, αφού αυτές αποτελούν απλώς την προφανή βάση τους (σαν να λέμε πως όλες οι heavy μπάντες φέρουν στοιχεία από τους Black Sabbath - ευχαριστούμε Captain Obvious!). Αξίζει να εστιάσουμε εκεί που οι Mammock ξεχωρίζουν - στην συνθετική ωριμότητα που δεν έχει ως αυτοσκοπό την νεανική εκρηκτικότητα, στα riffs (κιθαριστικά αλλά και μπασιστικά, όπως ακούμε στο Theme For Pets και στο Dirty Shoes) και, για να μην μακρυγορούμε, σε ένα συγκεκριμένο track, όχι γιατί συνοψίζει καλύτερα τον χαρακτήρα τους (αναζητήστε αλλού για αυτό), αλλά διότι δείχνει ακόμη πιο χαρακτηριστικά το εύρος των επιρροών της μπάντας. Το εν λόγω κομμάτι κλείνει το δίσκο και λέγεται This Letter, μία δεκάλεπτη τετραλογία όπου συνυπάρχουν σε αλληλουχία… δύο (και παραπάνω, αν είστε πιο αναλυτικοί) διαφορετικές μπάντες: εκεί γίνονται μελωδικοί και ατμοσφαιρικοί σαν να αναμιγνύουν (για να αναφερθούμε στην εγχώρια σκηνή) Closer και Bokomolech, με ένα ενδιάμεσο τμήμα που ενσωματώνει τους διακριτά δύσμορφους τρόπους των avantgarde blacksters Ved Buens Ende, ή καλύτερα του rock alter ego τους των Virus.
Ίσως ως ρομαντικοί - ή, για να τα λέμε πιο σωστά, έχοντας πρότυπα μιας άλλης εποχής - να θέλαμε τον Steve Albini να αναλάβει την παραγωγή του δεύτερου άλμπουμ τους. Κάτι που, τελικά, μάλλον ακούγεται υπερβολικά προβλέψιμο για εκείνους. Οι Mammock βέβαια δεν επανεφευρίσκουν τον μοχλό ούτε τον τροχό - έτσι κι αλλιώς δεν είναι αυτό (πάντα) το ζητούμενο στη μουσική. Όμως το Itch δείχνει πως οι προσπάθειές τους τείνουν να λειάνουν κάποια κακοτράχαλα λιθαράκια στο οικοδόμημα του θορυβώδους σκληρού ήχου, ώστε το επόμενο βήμα τους (το οποίο θα συμβεί πολύ σύντομα, όπως μαθαίνουμε) να είναι ακόμη πιο στέρεο και, γιατί όχι, να ισχυροποιήσει τη θέση τους στα ακούσματα των φίλων του ευρύτερου σκληρού ήχου. Ανυπομονούμε ήδη.