Ταξιδεύουμε στο 1987, χρονιά που η εναλλακτική pop/rock φτάνει, με τα πιο δυνατά της ονόματα, το εμπορικό της ζενίθ. Οι New Order με τη συλλογή Substance «μαζεύουν» τη μέχρι τότε καριέρα τους και γνωρίζουν παγκόσμια επιτυχία, οι U2 με το Joshua Tree γίνονται οι απόλυτοι rock stars, οι Cure επιβεβαιώνουν την άνοδό τους στα διεθνή charts με το Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού στο παιχνίδι της pop/rock ηγεμονίας μπαίνουν δυνατά οι R.E.M. με το περίφημο Document. Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι τόσο ρόδινα για το συγκρότημα που σημάδεψε περισσότερο από κάθε άλλο τη βρετανική σκηνή της δεκαετίας του ’80, τους Smiths. Αν και βρίσκονται λίγες εβδομάδες πριν από την κυκλοφορία του 4ου κανονικού τους LP με τίτλο “Strangeways, Here We Come”, οι σχέσεις ανάμεσα στο συνθετικό δίδυμο Morrissey και Johnny Marr είναι εξαιρετικά τεταμένες. Ο Morrissey δεν εγκρίνει την τάση του κιθαρίστα των Smiths να συμμετέχει σε συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες και ο Marr εμφανίζεται απογοητευμένος από την μουσική ακαμψία του Moz και την εμμονή του σε ένα συγκεκριμένο ήχο. Οι εντάσεις ήταν εμφανείς στις τελευταίες studio ηχογραφήσεις του συγκροτήματος (που αφορούσαν τη σύνθεση b—sides για το Girlfriend In A Coma) την άνοιξη του ’87, όταν οι δύο πρωταγωνιστές σχεδόν δεν μιλούσαν μεταξύ τους και δυσκολεύονταν να ολοκληρώσουν έστω κι ένα κομμάτι. Όπως εξομολογήθηκε αργότερα ο Morrissey «οι λύκοι παραμόνευαν έξω από το studio». Τα sessions αυτά έμελλε να είναι τα τελευταία των Smiths.
Μία από τις τελευταίες φωτογραφίες των Smiths ως μπάντα, το 1987 ως μέρος φωτογράφισης για το ΝΜΕ.
Το τυπικό αγγλικό καλοκαίρι του 1987 φτάνει στο τέλος του. Ένα ακόμη υγρό και βαρετό Σαββατοκύριακο ξεκινάει. Είναι Σάββατο, πρώτη μέρα του Αύγουστου. Εμβρόντητοι οι αναγνώστες του τότε μουσικού ευαγγελίου, της ΝΜΕ, διαβάζουν τη σοκαριστική είδηση “Smiths to Split”. Σάλος ξεσπά στη μουσική βιομηχανία, στο κοινό και στους οπαδούς του γκρουπ. Ο Marr, έχοντας την εντύπωση πως ο Morrissey διέρρευσε το δημοσίευμα αυτό μέσω του φίλου του και εκδότη της ΝΜΕ, Danny Kelly, παίρνει τελειωτικά την απόφασή του και την ανακοινώνει στην έκδοση της επόμενης εβδομάδας της εφημερίδας με τίτλο “Why I Quit the Smiths”. Για πολλά χρόνια ο Morrissey θα ανακαλεί με πικρία το ρόλο της ΝΜΕ στη διάλυση του συγκροτήματος που αποτελούσε «ολόκληρη τη ζωή του», κατηγορώντας την ως το βασικό υπαίτιο για το τέλος των Smiths.
Αρχικά ο Moz δεν θέλησε να σταματήσει τους Smiths. Μια σειρά από οντισιόν για την αντικατάσταση του Marr αποδείχθηκαν καταστροφικές και ανάγκασαν τον κυκλοθυμικό τραγουδιστή να «φύγει τρέχοντας από το studio». Tις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη ανακοινώνεται οριστικά το τέλος των Smiths. Απογοητευμένος ο Morrissey αποσύρεται στο διαμέρισμά του στο Chelsea χωρίς σχέδια για το μέλλον. Τη σανίδα σωτηρίας στην καριέρα του όμως την πέταξε ο πρώην μηχανικός ήχου και παραγωγός του τελευταίου άλμπουμ των Smiths, Stephen Street, που έστειλε στο Morrissey μια κασέτα με τραγούδια, τα οποία έμελλε να αποτελέσουν τη βάση για το πρώτο solo δίσκο του. Με τη βοήθεια του θρυλικού Vini Reilly των Durutti Column ξεκίνησαν οι ηχογραφήσεις στο Bath και τελείωσαν ιδιαίτερα γρήγορα, με αποτέλεσμα 6 μόλις μήνες μετά να κυκλοφορήσει το πρώτο single του Morrissey με τίτλο Suedehead. Αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιτυχία του μέχρι τότε, καθώς έφτασε στο νούμερο 5 των βρετανικών charts και πούλησε πάνω από 80.000 αντίτυπα. Ανάλογη επιτυχία γνώρισε και το άλμπουμ με τίτλο Viva Hate (Μάρτιος 1988 - ο αρχικός τίτλος ήταν Education in Reverse) που πήγε κατευθείαν στο νούμερο 1 και ήταν το πρώτο άλμπουμ του Moz που μπήκε στο αμερικάνικο top 50.
Χωρίς να είναι καλύτερο από τις προηγούμενες δουλειές των Smiths, το Viva Hate περιέχει κάποιες εξαιρετικές στιγμές (Suedehead, Everyday Is Like Sunday, Late Night Maudlin Street και Alsatian Cousin) και διατηρεί το μουσικό ύφος του παρελθόντος. Κυρίως όμως απέδειξε πως για το Morrissey υπήρχε ζωή και μετά το Marr. Ο frontman των Smiths, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία ομολόγων του που αποχωρούν από πετυχημένα συγκροτήματα για solo δουλειές, κατόρθωσε να πετύχει ακόμη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία και να βάλει τις βάσεις για μια αυτόνομη καριέρα.
Μετά την επιτυχία του Viva Hate ο Morrissey ξεκίνησε τα πλάνα του για ένα δεύτερο άλμπουμ. Ο Street είχε γράψει αρκετό υλικό και, όπως είχε εκμυστηρευτεί ο Moz στο διάσημο δημοσιογράφο Nick Kent, ο δίσκος θα είχε τίτλο Bona Drag. Το Δεκέμβριο του 1988 ο Morrissey έκανε την πρώτη του live εμφάνιση μετά το 1986 στο Wolverhampton Civic Hall, σε μια συναυλία που θεωρείται μέχρι σήμερα ως ένα από τα πιο σημαντικά live events που έχουν γίνει στη Βρετανία. Χιλιάδες οπαδοί κατέκλυσαν την πόλη για μέρες κατασκηνώνοντας έξω από το κτίριο που θα γινόταν η συναυλία, καθώς η είσοδος ήταν δωρεάν για όσους φορούσαν t-shirts Moz/Smiths. Τελικά, μέσα σε σκηνές απόλυτης υστερίας, ο Morrissey, πλαισιωμένος από όλα τα μέλη των Smiths πλην του Marr, κατόρθωσε να παίξει 9 κομμάτια πριν αποχωρήσει ανάμεσα σε ορδές φανατικών που εφορμούσαν στη σκηνή. Θα ήταν η τελευταία του ζωντανή εμφάνιση για 2,5 χρόνια.
Παρά το γεγονός ότι η δημοτικότητά του ήταν πιο υψηλή από ποτέ, τα πράγματα στο βασίλειο του Morrissey άρχισαν να σκουραίνουν. Μια σειρά από singles (από το εξαιρετικά επιτυχημένο Last of the Famous International Playboys μέχρι το αφιερωμένο στην κουλτούρα του ομοφυλόφιλικού αγοραίου έρωτα Piccadilly Palare) κυκλοφόρησαν από τον Ιανουάριο του 1989 έως τον Οκτώβριο του 1990, χωρίς όμως να έρχεται το δεύτερο άλμπουμ. Φήμες για τεταμένες σχέσεις για οικονομικούς λόγους ανάμεσα σε Morrissey και Street οδήγησαν τελικά στην κυκλοφορία συλλογής με singles και b-sides της περιόδου με τον τίτλο που είχε προαναγγείλει ο Moz (Bona Drag). Το fallout με το Street και τους υπόλοιπους συντελεστές της περιόδου οδήγησαν τον crooner από το Manchester να αναζητήσει νέους συνοδοιπόρους για τη μουσική του διαδρομή.
Εκλεκτός του Morrissey ήταν ο Mark Ε. Nevin, γνωστός ως κιθαρίστας και συνθέτης των Fairground Attraction, μιας pop/folk ακουστικής μπάντας. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας ήταν το άλμπουμ Kill Uncle (Μάρτιος 1991), για πολλούς η πιο αδύναμη δουλειά της solo καριέρας του. Χωρίς να λείπουν οι αξιόλογες στιγμές (Our Frank, Sing Your Life, Mute Witness, There Is A Place in Hell…) οι συνθέσεις σε γενικές γραμμές είναι «χλωμές» και διασώζονται οριακά από τα φωνητικά του Morrissey.
Οι μέτριες κριτικές και η χλιαρή εμπορική ανταπόκριση στο δίσκο αναγκάζουν το Morrissey να αναζητήσει συνεργάτες, όχι μόνο για να συνεχίσει να ηχογραφεί, αλλά και για να επιστρέψει στη live arena. Έχοντας αποφασίσει να κάνει μια στροφή από το πιο «ελαφρύ» ποπ ύφος, στράφηκε στη rockabilly κοινότητα και επέλεξε τους ανθρώπους που έμελλε να γίνουν οι πλέον μακρόχρονοι συνεργάτες-συνθέτες του, τον Boz Boorer και τον Alain Whyte. Με τη νέα του μπάντα ο Morrissey ξεκινάει την πρώτη παγκόσμια περιοδεία του που αποδείχθηκε ιδιαίτερα πετυχημένη, ιδιαίτερα στην Αμερική, όπου τα 20.000 εισιτήρια για το περίφημο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης πουλήθηκαν μέσα σε 14 (!) λεπτά. Την περίοδο αυτή κυκλοφόρησε με το νέο line-up το rockabilly single Pregnant for the Last Time.
Για τον τρίτο του δίσκο, ο Morrissey ζήτησε τη συνδρομή στην παραγωγή και στην ηχογράφηση του σπουδαίου κιθαρίστα του Bowie, Mick Ronson. Οι πιο rock αναζητήσεις του Moz σε συνδυασμό με το δυναμικό και ενθουσιώδες νέο γκρουπ του «γέννησαν» το εντυπωσιακό Your Arsenal, έναν από τους κορυφαίους δίσκους της πορείας του. Με rockabilly και glam rock στοιχεία και με πολύ δυνατές συνθέσεις (You’re Gonna Need Someone on Your Side, We Hate it When Our Friends Become Successful, Glamorous Glue, Tomorrow) και με το λυρικό Seasick, Yet Still Docked, το Your Arsenal (Ιούλιος 1992) θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πραγματικό θρίαμβο, αν δεν προέκυπτε το δημόσιο debate για τις ρατσιστικές αντιλήψεις του Morrissey. Από τη μια οι διφορούμενοι στίχοι του National Front Disco (αναφορικά με την ακροδεξιά οργάνωση National Front) και η εξύμνηση του αγγλικού χουλιγκανισμού στο We’ll Let You Know (…”we are the last truly British people you will ever know”) και από την άλλη η εμφάνισή του ως support των Madness στο Finsbury Park (όπου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη σκηνή δεχόμενος ύβρεις και αντικείμενα από skinheads) πυροδότησαν έναν έντονο δημόσιο διάλογο, όπου πρωταγωνίστησε η μέχρι πρότινος προστάτιδα του Morrissey, NME. Το 1992 έκλεισε με το ξεκίνημα της νέας παγκόσμιας περιοδείας μέσα σε ένα mixed κλίμα επαίνων (το Your Arsenal συμπεριλήφθηκε στους κορυφαίους δίσκους της χρονιάς και μάλιστα ήταν υποψήφιο για Best Alternative Record στα Grammy Awards) και κατηγοριών για ρατσισμό.
Το 1993 ήταν μια πικρή χρονιά για το Morrissey. Τρεις από τους πιο στενούς του συνεργάτες, ο Mick Ronson, o σκηνοθέτης των video clips του, Tim Broad και ο manager του, Nigel Thomas έφυγαν από τη ζωή. Παρόλα αυτά κυκλοφόρησε το πρώτο του live lp, το Beethoven Was Deaf, ηχογραφημένο στο Zenith του Παρισιού και ξεκίνησε, με το γνωστό παραγωγό Steve Lillywhite (XTC, U2, Pixies, Peter Gabriel), ηχογραφήσεις για το επόμενο άλμπουμ του. Στις αρχές του 1994 κυκλοφόρησε το πρώτο single από το δίσκο με τίτλο The More You Ignore Μe, The Closer I Get που ήταν το πρώτο top 10 single του στη Βρετανία από το 1989 και η μεγαλύτερη, μέχρι τώρα, επιτυχία του στα charts του Billboard στην Αμερική (no 1 Modern Rock track και no 46 στα επίσημα charts). To Μάρτιο κυκλοφόρησε το άλμπουμ με τίτλο Vauxhall & I που κατέκτησε την κορυφή του βρετανικού chart και ήταν το πρώτο top 20 LP του καλλιτέχνη στις ΗΠΑ. Για πολλούς οπαδούς του Moz ο δίσκος αυτός και το μεταγενέστερο You Are The Quarry είναι οι σημαντικότερες δουλειές της solo πορείας του. Σηματοδοτεί την επιστροφή σε έναν πιο ήπιο και μελωδικό ήχο σε σχέση με το θορυβώδες Your Arsenal και θυμίζει αρκετά την περίοδο των Smiths. Το άλμπουμ απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές και θεωρήθηκε από κάποιους κριτικούς ως εφάμιλλο του The Queen Is Dead. Πέρα από το πρώτο single, ξεχωρίζει το συγκλονιστικό Speedway, το σκοτεινό Spring-Heeled Jim, το Billy Budd (που κάποιοι θεωρούν ότι αποτελεί έμμεση νύξη στον Johnny Marr), το λυρικό Hold On Τo Your Friends και η εντυπωσιακή εισαγωγή Now My Heart Is Full, χωρίς να υπολείπονται τα άλλα κομμάτια. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς ο Morrissey ηχογράφησε με τη Siouxsie μια διασκευή του Interlude της Timi Yuro.
Το 1995, ακριβώς ένα χρόνο μετά το Interlude, ο Morrissey κυκλοφορεί τον πέμπτο του δίσκο, το ιδιόμορφο Southpaw Grammar. Με δυο κομμάτια που ξεπερνούν τα 10 λεπτά και με τη χρήση ορχηστρικών samples ο δίσκος φλέρταρε με το progressive rock. Επέστρεψαν, επίσης, οι σκληρές κιθάρες του Your Arsenal συγκροτώντας ένα άλμπουμ που το Q χαρακτήρισε ως «βίαια καλό». Αν και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσα σε κριτικούς και ευρύτερο κοινό, υπάρχουν αρκετοί που θεωρούν το δίσκο ως μια πολύ ενδιαφέρουσα και πειραματική εναλλακτική στις συνήθεις μανιέρες του Morrissey. Κομμάτια όπως το The Boy Racer, το Best Friend Οn Τhe Payroll, το επικό The Teachers Are Afraid of the Pupils και το prog δεκάλεπτο Southpaw είναι δείγματα μιας πρωτότυπης δουλειάς που διαφοροποιείται από τον υπόλοιπο κατάλογό του. Για να προμοτάρει την κυκλοφορία ο Morrissey δέχτηκε την πρόταση του David Bowie να του κάνει support στην περιοδεία του. Η απόφασή του αυτή αποδείχθηκε άστοχη, διότι η κύρια μάζα των οπαδών του δεν προσήλθε στις χαώδεις αρένες, αφήνοντάς τον να παίζει μπροστά σε λίγες εκατοντάδες αδιάφορους φίλους του Bowie. Η εικόνα αυτή σε συνδυασμό με τριβές ανάμεσα στους δυο stars που προέκυψαν στην περιοδεία οδήγησαν το Moz να προφασιστεί ασθένεια και να αποχωρήσει στη μέση της τουρνέ.
Μια χρονιά (1996) πέρασε με το Morrissey να καταδικάζεται στην καταβολή ενός εκατομμυρίου λιρών στον drummer των Smiths, Mike Joyce ως αποζημίωση για δικαιώματα από τις πωλήσεις. Δυο χρόνια μετά το Southpaw Grammar o Μorrissey επέστρεψε στη δισκογραφία με ένα καινούριο single (Alma Matters) και δίσκο (Maladjusted, Αύγουστος 1997). Ο δίσκος ξαναγυρίζει στα πιο mellow μονοπάτια του Vauxhall, δεν κατορθώνει όμως να πείσει κοινό και κριτικούς για την ποιότητά του. Το Alma Matters, το καυστικό Sorrow Will Come In The End (που δεν κυκλοφόρησε στη Βρετανία, διότι αποτέλεσε ευθεία επίθεση στους δικαστές που καταδίκασαν το Morrissey στη διαμάχη του με το Joyce) και το υπέροχο Trouble Loves Me είναι τα highlights ενός γενικά μέτριου, για τα standards του Moz, δίσκου. Η εμπορική αποτυχία που γνώρισε το Maladjusted οδήγησε την τότε εταιρεία του, Island, να διακόψει το συμβόλαιό του και για πρώτη φορά στην καριέρα του ο Morrissey βρέθηκε στο περιθώριο της μουσικής βιομηχανίας, σε μια ιδιότυπη μουσική εξορία από την οποία θα επέστρεφε θριαμβευτικά 7 χρόνια μετά.
(συνεχίζεται...)