Ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα βρεθήκαμε στο studio των Nightstalker στο Βύρωνα για μια κουβέντα με τα μέλη του γκρουπ, με αφορμή τη μεγάλη συναυλία στις 14 Σεπτεμβρίου στην Τεχνόπολη, όπου θα εμφανιστούν ζωντανά μαζί με τους Last Drive (την βραδιά θα ανοίξουν οι Black Hat Bones). Εκεί μας υποδέχτηκαν οι Αργύρης Γαλιατσάτος, Ανδρέας Λάγιος και Τόλης Μότσιος (μοναδικός απών ο ντράμερ Ντίνος Ρούλος) οι οποίοι μας μίλησαν πρόθυμα για πολλά και διάφορα. Αντί για μια τυπική συνέντευξη, βέβαια, προέκυψε μια συζήτηση και μάλιστα χειμαρρώδης, ένα μόνο μέρος της οποίας (για λόγους χώρου) παρουσιάζεται παρακάτω.
Η συνομιλία μας ξεκίνησε με την παρατήρηση μας πως ενώ το στούντιο τους απέχει λίγα μέτρα από το Θέατρο Βράχων και το συγκρότημα αποτελεί γέννημα-θρέμμα της περιοχής, δεν έχει παίξει ποτέ στο συγκεκριμένο χώρο. Ούτε οι ίδιοι ωστόσο ήταν σε θέση να δώσουν κάποια σαφή εξήγηση γιατί δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο, όλοι όμως εξέφρασαν την θέληση τους να πραγματοποιηθεί κάποια στιγμή.
Με αφορμή το γεγονός πως το γκρουπ πλησιάζει τα τριάντα χρόνια πορείας (μην ξεχνάμε ότι δημιουργήθηκε το πολύ μακρινό πια 1989) ρωτάμε αν υπήρξε κάποια στιγμή που αισθάνθηκαν ότι άλλαξε σημαντικά η κατάσταση και γενικότερα η «συγκυρία» τόσο για το συγκρότημα όσο και για την σκηνή που ανήκουν (αναφερόμενοι στο ενδιαφέρον του κόσμου τόσο για τις συναυλίες όσο και τους δίσκους). Ο Αργύρης τοποθετεί το σημείο μετά το 2010-2011, ο Τόλης συμπληρώνει πως στα μέσα τις δεκαετίας το 2000, γύρω στο 2005, παρατηρήθηκε μια γενικότερη άνοδος της ελληνικής σκηνής και μετά το 2010 έγινε ακόμα πιο έντονο. Ο Αργύρης κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση λέγοντας ότι η αγγλόφωνη σκηνή υποχώρησε στις αρχές των 90s σε σχέση με την αντίστοιχη ελληνόφωνη, για να έρθει να πάρει τη θέση της ξανά μέσα στη 2000 όταν το ελληνόφωνο βρισκόταν πια σε παρακμή, κάτι που ακόμα πιο ξεκάθαρο μετά το 2011-12.
Και μια και η συζήτηση πήγε στα 90s δεν αποφύγαμε τον πειρασμό να τους ρωτήσουμε που κατατασσόταν τότε η μουσική τους. «Ό,τι θες μας λέγανε…» απαντάει χαρακτηριστικά ο Αργύρης, για να συμπληρώσει ο Αντρέας «στο τέλος στο grunge κατέληγαν, στα τέλη 90s πλέον το είπαν stoner». Εκείνη τη δεκαετία σημειώνουμε ότι δεν υπήρχαν πολλά πράγματα στο stoner (ή heavy rock, με τά σημερινά δεδομένα) στην Ελλάδα, πέραν των Nightstalker. Μας κατονομάζουν κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις όπως οι Jesus Toy (κυκλοφόρησαν μόνο ένα single το 1994), τους Headquake με τους οποίους ο Αργύρης είχε ηχογραφήσει εκείνη την εποχή μερικά κομμάτια, τα οποία κυκλοφόρησαν πολύ αργότερα (στο δίσκο τους Roots and Branches του 2016), ενώ ο Τόλης προσθέτει και τους Honeydive του Γιώργου Λάιτμερ (μετέπειτα Engine V), αν και δεν κινούνταν ακριβώς στον ίδιο ήχο.
Σχετικά με τη δεκαετία του 2000 αποφαίνονται ότι τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα στη σκηνή με την εμφάνιση γκρουπ όπως οι Lord13, Engine-V, Vibratore Bizzaro, Madleaf και φυσικά Planet of Zeus και 1000Mods. Ο Ανδρέας σημειώνει πως σημαντική υπήρξε η συμβολή της Spinalonga Records που συγκέντρωσε μερικά από τα πιο αξιόλογα σχήματα της εποχής (τσεκάρετε οπωσδήποτε τις συλλογές της, όσοι δεν το έχετε κάνει) και δημιούργησε ένα μικρό μεν, αλλά υποστηρικτικό απέναντι στις μπάντες κοινό. Και συμπληρώνει ότι παράλληλα εξοικειώθηκε ο κόσμος με τον heavy rock ήχο.
Στη συνέχεια τους θέσαμε την «δύσκολη» ερώτηση «ποιο από τα άλμπουμ σας προτιμάτε;». Η απάντηση από τον Ανδρέα άμεση: «Αυτή τη στιγμή ακούμε τον καινούριο δίσκο που ετοιμάζουμε, αυτόν γουστάρουμε να ακούσουμε τώρα. Κάποιες φορές κάνουμε όμως αναδρομές στους παλιούς δίσκους και εξακολουθούν να μας αρέσουν». Με την ευκαιρία τους επισημαίνουμε πως τα επτά άλμπουμ τους έχουν κυκλοφορήσει από επτά διαφορετικές εταιρίες και αν υπολογίσουμε και τις επανεκδόσεις ξεπερνάμε τα δέκα labels, απορία προφανής: «δεν ήταν δύσκολο για εσάς και από οικονομικής αλλά και οργανωτικής πλευράς;». «Κυρίως οργανωτικά είναι δύσκολο και λιγότερο από οικονομικής άποψης» μας εξηγεί ο Ανδρέας και ο Τόλης προσθέτει ότι «οι δισκογραφικές πια δεν δαπανούν έτσι κι αλλιώς χρήματα για την παραγωγή ενός δίσκου με αποτέλεσμα ο μουσικός να αναλαμβάνει κι αυτό το κομμάτι, κάτι που κατά τη γνώμη μου δεν θα έπρεπε να συμβαίνει».
Κάπου εκεί κάνουμε μια παρένθεση με μια βουτιά στα 80s τα οποία ο Αργύρης περιγράφει ως μια εποχή πολύ βίαιη (για τους μουσικούς και όχι μόνο): Υπήρχε βία χωρίς λόγο παντού. «Σε αυτό το κομμάτι τουλάχιστον έχουμε προοδεύσει, τώρα είναι καλύτερα» η γνώμη του Τόλη.
Επιστρέφοντας στη δισκογραφία των Nightstalker, αναφερόμαστε στην πρώτη τους κυκλοφορία, το ντέμο τεσσάρων κομματιών που έφερε τον τίτλο First Psychedelic Demo Tape και κυκλοφόρησε το 1991 (είχε ηχογραφηθεί ζωντανά στις 16/10/1991 στο Ρόδον). Η αλήθεια είναι πως ούτε ο Αργύρης, το μοναδικό μέλος από εκείνη τη σύνθεση, θυμάται πολλά σχετικά με αυτό. Μαθαίνουμε ωστόσο πως μια σύνθεση από αυτό βρέθηκε τελικά στο Superfreak (το κομμάτι Gun).
Αναρωτιόμαστε αν εκείνη την εποχή είχαν υπόψη πως στην Αμερική στο χώρο του heavy rock γινόταν μια κοσμογονία με την εμφάνιση όλων των σπουδαίων γκρουπ του είδους (Kyuss, Monster Magnet, Fu Manchu, Clutch κ.α.). Η απάντηση είναι καταφατική, με την ενημέρωση να προέρχεται κυρίως από τις παρέες, από δίσκους, ακόμα και από βιντεοκασέτες (!), από τον ξένο τύπο και κατόπιν από το κραταιό MTV που έπαιζε τέτοιες μουσικές έστω και τις μικρές ώρες. Ο Ανδρέας ανακαλεί την έκπληξη της πρώτης φοράς όταν τους είχαν δώσει να ακούσουν στο studio το βινύλιο του Blues For the Red Sun των Kyuss. «Το σημαντικότερο όλων» μας εξηγεί «ήταν να κυκλοφορείς και να γνωρίζεις κόσμο για να μαθαίνεις νέα πράγματα». Εκεί παρεμβαίνει ο Αργύρης και μας διηγείται μια σπαρταριστή ιστορία. «Πιο μικροί ξεκινούσαμε από εδώ και πηγαίναμε με τα πόδια στην κεντρική πλατεία της Ηλιούπολης σε ένα στέκι με το όνομα The Best, ένα υπόγειο που πίναμε πορτοκαλάδα με γρεναδίνη, το οποίο ήταν γεμάτο με χεβι-μεταλλάδες, ροκαμπιλλάδες, πάνκηδες κτλ. Ο ιδιοκτήτης ένας ελαφρώς λαϊκός τύπος (σ.σ. άλλη λέξη χρησιμοποίησε αλλά…), έλεγε ‘έχω Μότορχεν, Τουίστεν Σίστεν, Τζούντα Πρις’ και έβαζε σε βιντεοκασέτες και βλέπαμε όλη μέρα βίντεο από τέτοια συγκροτήματα, ο τύπος ήταν πολύ μπροστά».
Γυρίζοντας στα της δισκογραφίας τους, ρωτάμε αν με την επανακυκλοφορία του Use έκλεισε ο κύκλος των επανεκδόσεων των παλαιότερων δίσκων τους. «Σκεφτόμαστε να κάνουμε τώρα το Superfreak» απαντάει ο Τόλης και ο Αργύρης προσθέτει «κάθε δέκα χρόνια γυρνάμε σε κάθε άλμπουμ και τώρα είναι η σειρά του Superfreak». Όπως μας διευκρινίζουν, έχει τελειώσει το στοκ εδώ και καιρό και υπάρχει κόσμος που τους το ζητάει, οπότε υπάρχει η σκέψη με την ευκαιρία να το συνδυάσουν και με μια «αναβάθμιση» στον ήχο. Ο συγκεκριμένος δίσκος είχε κυκλοφορήσει μάλιστα από τη θρυλική για τη stoner σκηνή αμερικάνικη εταιρία MeteorCity, η εύλογη απορία μας πώς προέκυψε η συνεργασία. Μας εξηγούν πως μέσω της ιστοσελίδας που διατηρούσε για την πώληση cd (All that is Heavy) διατίθεντο ήδη τα παλαιότερα άλμπουμ τους και υπήρχε επικοινωνία (ακόμα και τηλεφωνική!) οπότε όταν έπεσε η ιδέα να βγάλουν μέσω του label το Superfreak, δέχθηκαν με προθυμία. Έχουν ήδη φροντίσει να αποκτήσουν ξανά τα περισσότερα δικαιώματα από τις παλιότερες δουλειές κάτι που διευκολύνει τις επανακυκλοφορίες, οπότε υπάρχει η πιθανότητα το Superfreak να ξαναβγεί και σε cd και σε βινύλιο. Κι αυτό γιατί ναι μεν οι πωλήσεις βινυλίου ανεβαίνουν κάθε χρόνο σε σχέση με το cd, όμως το cd διαθέτει το πλεονέκτημα να “φεύγει” πιο εύκολα στα live, ειδικά στο εξωτερικό, όπως μας λένε, υπάρχουν πολλοί που παίρνουν όλα τα cd μαζί.
Και μιας και αναφέρθηκε το εξωτερικό, αρπάζουμε την ευκαιρία να ρωτήσουμε αν όταν άρχισαν οι προτάσεις για εμφανίσεις στο εξωτερικό υπήρξαν καθόλου διστακτικοί μιας και πλέον δεν ήταν πιτσιρικάδες. «Όχι καθόλου» απαντούν ομόφωνα, «το συγκρότημα είναι η προτεραιότητα μας, οπότε δεν χρειάζεται να αφήσουμε κάτι πίσω για να το κάνουμε, κάποιος νεαρότερος ίσως χρειάζεται να παρατήσει τη δουλειά, εμείς ασχολούμαστε μόνο με αυτό» λέει ο Τόλης.
Δεν μπορούμε να μην ρωτήσουμε αν πιστεύουν ότι η σκηνή κάποια στιγμή θα ξεφουσκώσει. «Για τους Nightstalker, επειδή είναι παλιότεροι, δεν νομίζω πως θα αλλάξει κάτι, η σκηνή κάποια στιγμή θα ‘ξεφουσκώσει’ αλλά αυτό εξαρτάται από την ίδια, αν δεν έχει κάτι να δώσει και κορεστεί τότε θα συμβεί. Αν συνεχίσει να δίνει καλές μουσικές όμως θα διατηρηθεί» η θέση του Ανδρέα. Φέρνει, επίσης, το παράδειγμα των Last Drive, οι οποίοι ξέφυγαν από τη σκηνή τους και έγιναν διαχρονικοί, χωρίς αυτό να ισχύει για τα υπόλοιπα γκρουπ της σκηνής τους, κάτι αντίστοιχο θεωρεί ότι συνέβη και με τις Τρύπες στην ελληνόφωνη σκηνή.
Από την άλλη, ο Τόλης παρατηρεί ότι τα τωρινά συγκροτήματα έχουν βελτιωθεί ποιοτικά σε μουσικό επίπεδο σε εντυπωσιακό βαθμό σε σχέση με τα παλαιότερα και μπορούν να συγκριθούν με τα αντίστοιχα του εξωτερικού σε θέμα ικανοτήτων και τεχνικής. Ο Ανδρέας θυμάται ότι παλαιότερα αν μια μπάντα έπαιζε καλά την συνέκριναν απαραιτήτως με κάποια του εξωτερικού λέγοντας «αυτοί παίζουν σαν τους τάδε ξένους…».
Αφού βρεθήκαμε στο στούντιο τους, δεν μπορούσαμε να μην τους ρωτήσουμε αν ετοιμάζουν κάτι αυτή την περίοδο. Ο Ανδρέας μας ενημερώνει ότι οι διαδικασίες για νέα δουλειά είναι σε προχωρημένο στάδιο, «είμαστε σε διαδικασία προπαραγωγής και λέμε από Οκτώβριο και μετά, όταν τελειώσουμε με τα καλοκαιρινά live, να μπούμε στο studio να ηχογραφήσουμε».
Παρατηρούμε ότι τα τελευταία χρόνια είναι αρκετά δραστήριοι στα live και ιδιαίτερα σε φεστιβάλ εντός Αθηνών αλλά και στην περιφέρεια. «Υπάρχει σύμπραξη και με ονόματα από άλλες σκηνές, εμείς για παράδειγμα έχουμε παίξει πολλές φορές σε φεστιβάλ με τον Αγγελάκα» λέει ο Τόλης και συνεχίζει «αυτή τη στιγμή υπάρχουν τουλάχιστον 15-20 ροκ φεστιβάλ όλο το καλοκαίρι ανά την Ελλάδα, κάποτε υπήρχε ένα ανά πενταετία!». Ο Ανδρέας προσθέτει «Πλέον μας παίρνουν πάρα πολλοί που διοργανώνουν κάποιο φεστιβάλ και μας λένε πως σκέφτονται να κάνουν και μια ροκ μέρα, παλιά δεν υπήρχε καθόλου ενδιαφέρον».
Τα τελευταία σχεδόν 10 χρόνια (από το 2009 κι έπειτα) το line up των Nightstalker έχει παραμείνει σταθερό χωρίς αλλαγές. Η συγκεκριμένη διαπίστωση στέκεται αφορμή για να ξεκινήσει μια μεγάλη κουβέντα σχετικά με τις αλλαγές μελών στα συγκροτήματα και τις θετικές και αρνητικές συνέπειες τους. Ο Τόλης πιστεύει πως πάντα η μεγάλη διαφορά επέρχεται όταν αλλάζει τραγουδιστής, ο Αργύρης πάλι θεωρεί πως κομβική είναι η αλλαγή κιθαρίστα και υποστηρίζει χαρακτηριστικά «όταν έφυγε ο Clarke από τους Motorhead ξενέρωσε πολύς κόσμος…», ο Τόλης ωστόσο διαφωνεί κάθετα μαζί του στο συγκεκριμένο, καθώς θεωρεί ότι η μεγάλη αλλαγή επήλθε στον ήχο τους με την αλλαγή drummer και την έλευση του Mikkey Dee, ενώ για να στηρίξει την αρχική του γνώμη προσθέτει ότι «κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί Motorhead χωρίς τη φωνή του Lemmy». Η συζήτηση αποδεικνύεται ατελείωτη με τα παραδείγματα που ακούγονται να είναι πολλά και ποικίλα (Black Sabbath, Iron Maiden, AC/DC, Alice In Chains, Metallica, Faith No More, Peppers κ.α.) χωρίς να υπάρξει ωστόσο ομόφωνο συμπέρασμα.
Καθώς προχωρά η συνομιλία προς το τέλος, ζητάμε από τον Αργύρη να μας απαντήσει αν σε αυτές τις τρεις δεκαετίες υπήρξε στιγμή που σκέφτηκε να παρατήσει τους Nightstalker και γενικότερα την μουσική. «Όχι, ποτέ δεν είπα τα παρατάω, δεν το βαριέμαι ποτέ αυτό το πράγμα» μας λέει και φέρνει σαν παράδειγμα τους Rolling Stones που μετά από τόσα χρόνια και ενώ έχουν κάνει τα πάντα, δεν λένε να τα παρατήσουν.
Κλείνοντας, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στη μεγάλη συναυλία της Τεχνόπολης στις 14 Σεπτεμβρίου με τους Last Drive. Παρότι με τους Drive δεν είναι κοντά ηχητικά, ωστόσο μοιάζουν από χρόνια σαν μπάντες που συγγενεύουν (έχουν συνεργαστεί στην παραγωγή δίσκων, έχουν μοιραστεί πολλές φορές τη σκηνή, έχουν εμφανιστεί οι μεν στα επετειακά live των δε και ανάποδα, γενικά έχουν συναντηθεί πολλές φορές στην πορεία τους). Η αλήθεια είναι, όπως μας εξομολογούνται, πως και οι ίδιοι νιώθουν κοντινούς τους Last Drive και προσθέτουν στην παρέα τους Deus ex Machina, μια τριάδα συγκροτημάτων που ξεκίνησε στα 80s και έμελλε να κάνει σπουδαία πράγματα, καθένα στο δικό του ύφος. Ο Αργύρης, μάλιστα, για να κάνει σαφή την οικειότητα μεταξύ τους, μας πληροφορεί ότι η γνωριμία του με τον Αλέξη Καλοφωλιά ξεκινάει πριν από την Last Drive εποχή (!!!).
Κάπως έτσι η συνομιλία μας ολοκληρώνεται, με την αίσθηση πως ειπώθηκαν (τουλάχιστον κατά την άποψη μας) πολλά και άκρως ενδιαφέροντα. Το βέβαιο είναι πως η παρέα που συναντήσαμε στο συγκεκριμένο studio παραμένει μετά από τόσα χρόνια αφοσιωμένη στη μουσική και με διάθεση να συνεχίσει για πολλά χρόνια ακόμα. Η συνέχεια στο δρόμο!
Κείμενο - Ερωτήσεις: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος – Μιχάλης Κουρής