Αλήθεια, το πιστέψατε; Το ότι, αν σου αρέσουν τα συγκροτήματα που συμμετέχουν σε αυτήν τη συλλογή, θεωρείσαι «κατατονικός»; Ναι, ξέρω. Το πιάσατε το υπονοούμενο. Όμως, οι λέξεις είναι πλέον τόσο σχετικές, όσο και οι αντιλήψεις. Αν και, στην προκειμένη περίπτωση, νομίζω πως ο τίτλος του τριπλού αυτού δίσκου, που κυκλοφορεί την τελευταία ημέρα του Μαϊου, είναι αρκετά ιντριγκαδόρικος. Βλέπετε, είναι τέτοιες οι παγιωμένες περί μουσικής (και τέχνης, γενικότερα) αντιλήψεις, που, αν θέλεις στις μέρες μας να είσαι ουσιαστικά εναλλακτικός, δεν έχεις και πολλές διεξόδους. Συγνώμη αν ακούγομαι σαν τη Σφίγγα, αλλά από την εποχή που οι ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες φιλοξένησαν στις τάξεις τους συγκροτήματα ευρείας απήχησης, τα πράγματα μπερδεύτηκαν αρκετά. Όχι, δεν κατακρίνω καθόλου την εμπορική απήχηση που μπορεί να έχει ένα «ανεξάρτητο» γκρουπ, δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό. Άλλωστε, φανερά ή ενδόμυχα, αυτό είναι το ζητούμενο για κάθε καλλιτέχνη. Άσχετα με το αν κάποιοι (με χαρακτηριστικότερο, αλλά όχι απολυτοποιημένο, παράδειγμα τον γράφοντα) αντλούν τη μέγιστη ευχαρίστηση από το γεγονός ότι είναι μέλη μιας ολιγάριθμης «κοινότητας» που αναγνωρίζει ένα γκρουπ ως μεγαλειώδες, το οποίο τελικά θα παραμείνει ως τέτοιο μόνο αν δεν το μάθει ο διπλανός τους.
Της όλης αυτής «αρρωστημένης» μουσικόφιλης νοοτροπίας άπτεται και η συλλογή Lullabies for Catatonics - A Journey Through the British Avant-Pop / Art Rock Scene 1967-74, η οποία παρουσιάζει τραγούδια από λιγότερο και περισσότερο γνωστά συγκροτήματα. Μόνο που τα δεύτερα δεν εκπροσωπούνται από τις πασίγνωσες στιγμές τους. Αλλιώς, η συλλογή αυτή, της οποίας κάποια ονόματα είναι αληθινά μεγαλειώδη, θα ήταν «μία από τα ίδια». Φυσικά, οι νεότεροι ίσως είναι καλύτερο να αρχίσουν απο τα βασικά. Αναμφίβολα όμως, πρέπει να προχωρήσουν. Κινδυνεύοντας να προδοθώ πρόωρα και παραφράζοντας τη γνωστή και όχι και τόσο κόσμια ρήση «θέλει ο μουσικόφιλος να κρυφτεί, αλλά η χαρά δεν τον αφήνει», υποκλίνομαι στους παμμέγιστους Soft Machine (αν τελείωνα την παρουσίαση του δίσκου εδώ, επειδή ένιωθα ότι έχω καλυφθεί, θα ήμουν αγενής;), τους Genesis (εντάξει, τι να πώ, τώρα;), αλλά και στους Giles, Giles & Fripp που μας συστήνουν το I Talk to the Wind στην πρωτόλεια μορφή του, πριν το μάθουμε μέσα από το μυθικό φλάουτο του Ian McDonald στο απερίγραπτο In the Court of the Crimson King. Χμ, αρκετά «καρφώθηκα». Σταματάω και παίρνω τα πράγματα από την αρχή. Ποια αρχή, δηλαδή... Το μαγικό είναι ότι ακόμα δε μπορούμε να πούμε για ο,τιδήποτε με βεβαιότητα ποια όντως είναι η αρχή (κι ελπίζω ποτέ να μην είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό).
Καταρχάς, το όνομα της εταιρείας Grapefruit παραπέμπει ευθέως Βρετανική ψυχεδέλεια, μετά την παρουσίαση της ψυχεδελικής πλευράς της blues και της hard rock με το I’m A Freak Baby, αλλά και της folk με το Dust On The Nettles. Εδώ όμως μιλάμε για underground μουσική της δύσης των 60s και των 70s, που ενώ είχε εμφανείς επιρροές από την κλασική μουσική, τη jazz και κεντρικό άξονα την ψυχεδέλεια, πέρασε μέσα από την pop, για να δημιουργήσει το απαιτητικό και υπέροχο art rock, που θεωρείται ως παρακλάδι του progressive rock. Η συλλογή, αν και Βρετανική, χαρακτηρίζεται επίσης και από τις υπερατλαντικές επιρροές της, με κυριότερες αυτες των Velvet Underground και της Magic Band του Captain Beefheart.
Πολλοί «ψαγμένοι» μουσικοί της εποχής θεωρούσαν ότι η pop δεν άφηνε σοβαρά περιθώρια για αυτοσχεδιασμούς, οπότε αναζητούσαν νέους τρόπους έκφρασης. Οι Beatles θεωρούνται από κάποιους ως μία μπάντα από τις πρώτες που ενσωμάτωσαν avant-garde επιροές στα mainstream pop τραγούδια τους, πρωτοστατώντας παράλληλα στην εκδήλωση για τα εγκαίνια του περιοδικού International Times στο Roundhouse τον Οκτώβριο του 1966, όπου το νέο ρεύμα εκπροσωπήθηκε από τους πρωτεργάτες της μίας και μοναδικής και ανυπέρβλητης κλπ κλπ σκηνής του Canterbury, αλλά και γνωστούς Ντανταϊστές, The Soft Machine και μια παρέα από φοιτητές που λεγόταν Pink Floyd. Οι μπάντες έπαιξαν ενώ ταυτόχρονα προβάλλονταν πίσω τους ψυχεδελικά light-shows, ενώ είχαν στηθεί παραπέρα σκηνές με χαρτορίχτρες, τη στιγμή που ο Paul McCartney περιφερόταν ντυμένος Άραβας, η Marianne Faithfull καλόγρια, με τη Yoko Ono να συντονίζει όσους καλεσμένους ήθελαν να κυληθούν πάνω σε ένα γιγαντιαίο ροζ ζελέ. Στις μεταμεσονύκτιες προβολές παίχτηκαν, μεταξύ άλλων, και δουλειές των Kenneth Anger και William Burroughs. Κάπως έτσι γεννήθηκε η όλη underground φάση, με την ψυχεδέλεια να χαρακτηρίζεται από τις εφημερίδες της εποχής ως «ο νέος και επικίνδυνος ήχος στην pop music μουσική». Η δε επιτυχία των Pink Floyd με το ντεμπούτο single τους Arnold Layne, αλλά και του Jimi Hendrix, απέδειξε πως όλα πλέον ήταν δυνατά. Το πέρασμα από την εύληπτη pop στη rock γινόταν με εμφατικό τρόπο, ξαφνιάζοντας ακόμα και μεγάλα ονόματα της εποχής και πρωταγωνιστές του νέου κύματος, όπως τους Kevin Ayers και Daevid Allen.
Ανάμεσα στα τραγούδια των δίσκων του Lullabies for Catatonics - A Journey Through the British Avant-Pop / Art Rock Scene 1967-74 υπάρχουν κάποια που κυκλοφορούν για πρώτη φορά ψηφιακά. Όπως είπαμε, συμμετέχουν πασιγνωστα ονόματα, με αυτά των Genesis, The Soft Machine, Yes, Curved Air, Renaissance, αλλά και των ορκισμένων υπέρ του συμφωνικού στυλ The Moody Blues και Procol Harum να ξεχωρίζουν. Φυσικά, διακρίνουμε και άλλες εξαιρετικές μπάντες όπως των Nirvana, The Zombies, The Strawbs, Eyes Of Blue, Audience, Cressida, Pretty Things, 10cc, Blonde on Blonde, Jade Warrior, Be-Bop Deluxe και Third Ear Band. Μαζί τους θα βρείτε μερικά πολλά υποσχόμενα γκρουπ, που αποδείχτηκαν ασυμβίβαστα, όπως οι Spring, Gnidrolog, 9.30 Fly, Comus, Gnome Sweet Gnome και The Velvet Frogs, όπως και αγαπημένα στους συλλέκτες του art-rock ονόματα των Gnidrolog και Spring. Μαζί τους μετέχουν τόσο οι The Crazy World Of Arthur Brown, όσο και οι προερχόμενοι από τη δεύτερη φάση τους Rustic Hinge, ο συνεργάτης των Pink Floyd Ron Geesin, αλλά και οι The Riot Squad με κάποιον άγνωστο τότε κύριο στη σύνθεσή τους που λεγόταν David Bowie.
Μιλώντας όμως για κορυφαία τραγούδια, δε μπορώ να μην ξεχωρίσω το O Caroline των τρελά αγαπημένων μου Matching Mole, το Tramcar To Frankenstein των Liverpool Scene, το Egyptian Tomb των Mighty Baby, το Crystallised Petard των Rustic Hinge, που αναφέρμε παραπάνω, το Me And My Kite των Fuchsia, το Welcome For A Soldier των Deep Feeling και το C. F. D. T. (Colonel Frights’ Dancing Terrapins) των Bond & Brown. Κατά τα αναμενόμενα, υπάρχει ένθετο βιβλιαράκι, στο οποίο παρουσιάζονται φωτογραφίες και πληροφορίες για κάθε τραγούδι.