Το The Fleece ή Fleece and Firkin, όπως λεγόταν παλιότερα, είναι ένας από τους κλασικότερους συναυλιακούς χώρους του Bristol. Έχει κατά καιρούς φιλοξενήσει τεράστια ονόματα και μάλιστα την εποχή που εκείνα μεσουρανούσαν, αλλά και μουσικούς μικρότερης εμβέλειας, που πάλευαν για την καταξίωση. Ο χώρος του αποπνέει «μουσικό σεβασμό», όντας σε ένα παλιό κτήριο, παρά τις κάμποσες λεπτές μεν, αλλά κολώνες δε, που υπάρχουν μπροστά από τη σκηνή. Όσοι είχαν την ευκαιρία να κάνουν κάποια συνέντευξη εκεί (ονόματα δε λέμε) γνωρίζουν το «κρυμμένο» μυστικό του, δηλαδή το αναπάντεχα μεγάλο υπόγειο με τα καμαρίνια, που μαγεύει αυτόματα κάθε μουσικό λάτρη των ταινιών τρόμου. Τη Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017 το μεγάλο όνομα που θα έπαιζε εκεί ήταν οι Theatre of Hate. Μαζί τους θα έπαιζαν οι Borrowed Time και ο Jim Johnson.
Η αρχή έγινε από τον singer - songwriter Jim Johnson, ο οποίος βγήκε στη σκηνή μαζί με την κιθάρα του στις 19.45’ (και γι’ αυτό αγαπώ πολύ τη Βρετανία). Ήταν πολύ άνετος και στα έξι τραγούδια που έπαιξε, παρά το στενό σακάκι που φορούσε. Η εικόνα ήταν όμορφη, αλλά και τόσο ασυνήθιστη, σχεδόν όσο να βλέπεις ντράμερ να φορά ρολόι. Τα προηχογραφημένα μέρη του σετ του ήταν τα ελάχιστα δυνατά, προκειμένου να δώσει μια ευρύτερη διάσταση στον όμορφο και ταξιδιάρικο ήχο της κιθάρας του, ούτως ώστε αυτός να μην αιχμαλωτιστεί στη μονοτονία. Αυτή, μάλιστα, δεν ήρθε ποτέ, κυρίως λόγω των φωνητικών του. Καλύτερες στιγμές του ήταν το How Can I Impress?, το Poor Boy που φλέρταρε με την alt country και το Officer Paranoid, που μας άφησε την καλύτερη επίγευση.
Η αλλαγή ήταν άμεση. Στις 20.09’ βγήκε το κουιντέτο των Borrowed Time από τα γειτονικά Gloucester και Cheltenham και τα τσιμέντα, δηλαδή οι πέτρες εν προκειμένω, άρχισαν να ραγίζουν. Τους Borrowed Time δεν τους είχα ακούσει ποτέ. Χάρηκα όμως πάρα, μα πάρα, πολύ για τη γνωριμία μαζί τους (πιστεύω το ίδιο θα ένιωθε και ο εν punk αδελφός Παναγιώτης Γαβρίλης). Τι κι αν όλοι τους, πλην ενός (εξαιρετικού κιθαρίστα και μάλλον λάτρη των pints) τα ‘χαν τα χρονάκια τους; Όχι μόνο τα δώσανε όλα, αλλά το χάρηκαν και οι ίδιοι, όπως και όλοι οι παρευρισκόμενοι. Μετά το τέλος του σετ τους έβλεπες μόνο χαρούμενα πρόσωπα. Δυστυχώς, η προσέλευσή του κοινού δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, οπότε ήταν αρκετοί εκείνοι που έχασαν την ευκαιρία να τους απολαύσουν. Εμείς, όμως, ήμασταν εκεί! Λίγο πριν αρχίσουν, είδα έναν καλοσυνάτο τύπο να περνά με την playlist στο χέρι και τον ρώτησα αν μπορούσα να ρίξω μια ματιά (με την κάμερα του κινητού μου). Αυτός, αιφνιδιασμένος, μου είπε γελώντας ότι μπορούσε να μου τη δώσει μετά το τέλος του σετ, αλλά τελικά δεν πήγα να του τη ζητήσω, επειδή ήμουν πολύ απασχολημένος με μια μαύρη Ιρλανδέζα θεά, που σέρβιραν στο μπαρ.
Ο Rob Fletcher, τραγουδιστής της μπάντας, βγήκε στη σκηνή χωρίς παπούτσια, φορώντας μόνο τις κάλτσες (respect)! Σύντομα όμως τις έβγαλε κι αυτές, για κάποιον λόγο που θα καταλάβετε αμέσως παρακάτω. Οι πρώτες νότες του Motion Sickness μας πήγαν πίσω στις θρυλικές μέρες των 70’s, μέσα από καταιγιστική punk, τραγουδισμένη και από τα πέντε μέλη της μπάντας! Οι παλιές καλές μέρες, σε όλο τους το μεγαλείο! Είναι αυτονόητο ότι έγινε χαμός. Το Under the Radar που ακολούθησε βγήκε ελαφρώς καλύτερο από το προηγούμενο, λόγω της θεατρικότητας του δρώμενου του Fletcher, ο οποίος σκαρφάλωσε εύκολα με τα γυμνά του πόδια στα κάγκελα και ακολούθως πήδηξε κάτω στο κοινό για να τραγουδήσει μία μόνο φράση. Στο One Day η ένταση δυνάμωσε κι άλλο (ενοχλήθηκε κανείς;), αλλά η τελειότητα ήρθε μέσα από τις απότομες παύσεις και τα εκρηκτικά ξεκινήματα. Στο Stranded ο ντράμερ Ellmer Thudd, που είχε το παλιό καλό μαξιλάρι στο μπάσο τύμπανο, έδωσε ρέστα μαζί με τον απόλυτο κυρίαρχο κιθαρίστα Cliff Everett, ο οποίος μας θύμισε τι σημαίνει καλό feedback. Αυτό ήταν το καλύτερο τραγούδι τους, μέχρι το επόμενο. Ο ήχος του Chains βρήκε τον Fletcher να τραγουδά καθισμένος επάνω στο μεγάλο δεξιό ηχείο, ενώ με το Ocean αλλάξαμε γνώμη για το ποιο τραγούδι ήταν το καλύτερο, λόγω της κιθάρας του Everett. Το Minute to Midnight ήταν καθαρόαιμο επιθετικό punk, το Trapped in a Cult είχε ατραξιόν τον κλασικό στα live τους μασκοφόρο, ο οποίος περιφέρεται μεταξύ των μελών του γκρουπ κρατώντας ένα πλακάτ που γράφει τον τίτλο του τραγουδιού. Το χάος συνεχίστηκε και στα Day We Broke the World και Finding my Way Home, όπως και στο φερώνυμο του συγκροτήματος, που μας τρέλανε όλους. Live από τα 70’s. Υπάρχει; Ναι, υπάρχει. Πριν το τελευταίο τραγούδι ο Fletcher είπε: “We all live on borrowed time, so let’s make the most of it”. Κι όταν οι τελευταίες νότες έσβηναν, μάλλον επειδή ένιωσε πως το είχε παρασοβαρέψει, συμπλήρωσε: «Αν κάποιος από εσάς βρει μια κάλτσα, να ξέρει ότι είναι δική μου»! Μάγκες, σας ευχαριστούμε. Πολύ!
Δύο λεπτά πριν την προγραμματισμένη έναρξη, δηλαδή στις 21.28’, οι Theatre of Hate ανέβηκαν στη σκηνή. Για τον Kirk Brandon, νομίζω πως δε χρειάζονται καθόλου συστάσεις, αλλά επιβάλλεται να πω ότι η φωνή του εξακολουθεί να βγαίνει αβίαστη και υπερενισχυμένη! Μάλιστα, κάποιες φορές, συντόνιζε στα αυτιά μας, ενώ ποτέ δεν τον εγκατέλειψε ούτε στο ελάχιστο, παρά το μεγάλο σετ. Ο μπασίστας Stan Stammers έπαιζε το ίδιο όπως τότε, όντας το ίδιο - σχεδόν - αεικίνητος. Ο δε ντράμερ, που ήταν σωσίας του Dustin από το Stranger Things, ήταν μια μπάντα μόνος του. Υπήρχε κόσμος μπροστά που χόρευε συνεχώς και τραγουδούσε, με μόνα ελάχιστα διαλείμματα για κάποια γουλιά μπύρα ή όταν έπεφτε κάτω, όπως η συμπαθής και εντελώς εκτός ρυθμού κυρία μπροστά μας, η οποία έσκασε ένα φιλί στο χορευταρά τύπο πίσω της που την έπιασε στην πορεία της προς το δάπεδο. Ο Brandon πείραξε το κοινό, λέγοντάς του να πιει κανένα cider για να έρθει στο κέφι (το Bristol θεωρείται ως η πόλη του cider). Γενικά, ήμασταν μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα και το Rebel Without a Brain μας έβαλε αμέσως στο κλίμα όσων θα ακολουθούσαν. Το σαξόφωνο, που ανέκαθεν διαδραμάτιζε κύριο ρόλο στον ήχο τους, έγινε πιο αισθητό στο Black Irony, με τον Brandon να έχει πιάσει την κιθάρα, δημιουργώντας το τέλειο ζέσταμα για το Original Sin, που ακολούθησε. Φαντάζεστε τι έγινε από τις πρώτες κιόλας νότες του, με τον Brandon να βγάζει την οργή του με χαρακτηριστικές κοφτές κινήσεις των χεριών του, που θυμίζουν πάλη με αόρατο εχθρό, αλλά και με πολλές γκριμάτσες. Το 63 κράτησε πολύ ψηλά τον πήχη με την τέλεια εισαγωγή των ντραμς, τις παύσεις του και τον διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό του.
Στο Façade αποδείχτηκε το πώς το σαξόφωνο μπορεί να ακουστεί πιο rock κι από την κιθάρα, ενώ το My Own Invention έδειξε ότι μπορεί να εφευρεθεί το νέο μουσικό είδος jazz post-punk, τη στιγμή που, περιέργως, το Maintenance Man βγήκε πιο ατμοσφαιρικό και κάπως… παλιοροκάδικο. Ύστερα ο ντράμερ αιφνιδίασε τους πάντες στο συγκρότημα παίζοντας εισαγωγή από το μεθεπόμενο τραγούδι της λίστας, σταματώντας λίγο αργότερα και έχοντας το πλατύτερο δυνατό χαμόγελο. Η φάση αυτή έδιωξε την οργή από το ύφος του Brandon, η οποία επανήλθε για τα καλά στα encore. Μέχρι τότε όμως υπήρχε αρκετός δρόμος. Πρώτα ακούστηκε το Aria of the Devil με κορυφαία τη rhythm section και συγκλονιστικό το σαξόφωνο, το οποίο μεγαλούργησε σολάροντας και στα Triumph και Omen of the Times. Οι χορευτές ξεσάλωσαν με το Judgement Hymn, που χτιζόταν προοδευτικά και έφερε το χάος. Μόλις είχε έρθει η ώρα για λίγο country feeling με το Ukraine Girl, που έχω την εντύπωση ότι διασκέδασε τη μπάντα περισσότερο από εμάς (άντε, από εμένα). Στο Incinerator, υπό τους μοναδικούς και πάλι ήχους του σαξόφωνου, ο Brandon έδινε στο πλάι ρέστα με τα τρελά χορευτικά του, αρνούμενος να πάρει ανάσα, στο καλύτερα εκτελεσμένο τραγούδι της βραδιάς. Το Poppies είχε τρομερό κρεσέντο πριν το φινάλε, το Solution βγήκε πιο παρανοϊκό από το πρωτότυπο, με εξωγήινα ντραμς, ενώ ενθουσίασε και το Legion που έκλεισε στις 22.32’ το σετ.
Δύο λεπτά αργότερα έγινε το απόλυτο χάος με το Do You Believe in the Westworld? (σιγά μήπως δεν το περιμέναμε), που έπαιζε εκτός διαγωνισμού για το best of the gig. Η όλη κατάσταση συνεχίστηκε και στο Propaganda, όπου πολλοί ήταν οι εκστασιασμένοι που «τα έβαζαν» με τους διπλανούς τους. Η ευφορία αυτή έκανε τον Brandon να τερματίσει τη φωνή του, χτυπώντας παράλληλα με πολλή δύναμη το πόδι του στη σκηνή. Η ώρα είχε πάει 22.43’ όταν οι Theatre of Hate εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, ευχαριστώντας για άλλη μια φορά το κοινό.
Παίρνοντας το δρόμο για το σπίτι, τα τραγούδια τους δεν έφευγαν από το μυαλό. Κι αυτό κάτι λέει. Ή μάλλον, λέει πολλά.
Κείμενο: Τάκης Κρεμμυδιώτης / Φωτογραφίες: Billie Κρεμμυδιώτου